- ερωώ
- ἐρωῶ, -έω (Α)1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.)2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο»)3. εγκαταλείπω, αφήνω4. αποτρέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή*.ΠΑΡ. αρχ. ερωία.ΣΥΝΘ. αρχ. απερωέω, εξερωέω, υπερωέω].
Dictionary of Greek. 2013.